- τομογράφος
- ο, Νη συσκευή με την οποία γίνεται τομογραφία (α. «αξονικός τομογράφος» β. «μαγνητικός τομογράφος»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tomograph < τόμος /τομή + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τομογραφία — Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που … Dictionary of Greek